Δευτέρα, Μαΐου 07, 2007

Απόδραση

Για πολλά χρόνια, η σχέση μου μαζί της ήταν άθλια.

Πόσα χρόνια; Τόσα όσα η ηλικία μου.



Καθαρά, δεν το επέλεξα από τα γεννοφάσκια μου - πως θα μπορούσα άλλωστε; Αλλά κάπου στα δώδεκα χρόνια μου, αποφάσισα ότι πρέπει να ξεμπερδέψω μια και καλή με το πρόβλημα, δηλαδή με εκείνην. Κατάλαβα ότι ήταν ζήτημα επιβίωσης κι αν ήθελα να τη βγάλω καθαρή, έπρεπε να την αγνοήσω τελείως.



Βέβαια, αγνοώντας κάποιον, δεν σημαίνει ότι αυτός σταματά να υπάρχει και να δρα. Απλώς εσύ αλλάζεις, διαμορφώνεις τις προσδοκίες σου, ακυρώνεις κάποιες άλλες, θωρακίζεσαι. Φυλάγεσαι. Κρύβεις ένα κομμάτι σου, περνάς από το αναπόφευκτο (και απαραίτητο ίσως) πένθος κι αν τα καταφέρεις, συνεχίζεις σε μια περίπλοκη ισορροπία.

Ο άλλος, αυτός που έχεις απορρίψει ολοκληρωτικά, συνεχίζει να δρα, συνεχίζει ίσως να σε βλάπτει, κι εσύ κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις. Δεν γίνεται βέβαια να μην καταλαβαίνεις πράγματι - πρέπει να είσαι ηλίθιος ή τυφλός. Απλώς, εστιάζεις εκεί που ο άλλος δεν μπορεί να σε βλάψει, εκεί που δεν έχει προσβάσεις κι ούτε ελπίδα να αποκτήσει.

Γίνεσαι έτσι ο πρώτος της γενιάς σου, κόβεις σύριζα τις προς τα πίσω αναφορές σου. Κάπως σαν εξωγήινος  ή σαν προϊόν παρθενογένεσης.



Επιλήσμων; Όχι - το αντίθετο μάλιστα. Κράτησα κάθε άσχημη μνήμη σφιχτά, από την ηλικία των δυο ετών κατάφερα να θυμάμαι. Το τείχος της άμυνας χρειάζεται συνεχή ανατροφοδότηση και επαγρύπνηση και, από ένα σημείο και πέρα όλα ήταν - και είναι - συνειδητά. Δυστυχία; Καθόλου. Ησυχία, γαλήνη, η δυνατότητα να αναλάβεις τις ευθύνες απέναντι στα παιδιά σου, στη σύζυγό σου. Βέβαια, κρατάς κι αυτούς προστατευμένους από το τείχος.



Δημιουργείς έτσι έναν κόσμο που δεν περιλαμβάνει έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Διαφέρει κατά έναν άνθρωπο, από τον κόσμο που αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι.



Και ξαφνικά, 34 χρόνια αργότερα από τη στιγμή που άρχισες να φτιάχνεις τον δικό σου κόσμο, το θηρίο επανέρχεται. Όχι δυναμικά όπως συνήθιζε, ούτε με το γνωστό σε όλους θράσος της. Αλλά δειλά και με αναστολές, σε κοιτά με μάτια άτονα από την άνοια. Ψάχνεις καχύποπτα και ασταμάτητα να δεις εκείνη τη λάμψη της πονηριάς, την πανέξυπνη ματιά που έψαχνε να βρει κάθε ασθενές, κάθε ασταθές σημείο για να χτυπήσει καγχάζοντας χαιρέκακα. Πουθενά.



- "Δε θα με πετάξεις ε;" ικετεύει.

- "Γιατί με αγαπάς;" ρωτάει τη σύντροφό σου  - προσπάθησε πολλές φορές να την βλάψει όταν ακόμα μπορούσε να σκεφτεί οργανωμένα.



Δε θα την πετάξεις βέβαια. Θα την περιθάλψεις στην πορεία της προς το πλήρες σκοτάδι. Αλλά όχι επειδή της αξίζει. Στην πραγματικότητα της αξίζει το χειρότερο, αυτό που επεφύλαξε στον πατέρα σου.

Αλλά, έχεις μάθει πια να κάνεις αυτό που είναι το καλύτερο για σένα. Και - για σένα και μόνο - δεν την πετάς.



Όταν το Reminyl ενεργεί, ξαναβλέπεις την πονηρή ματιά να εμφανίζεται, ξανακούς για λίγο τα περίπλοκα και οικεία λεκτικά σχήματα να προσπαθούν να χτυπήσουν εσένα, τη σύντροφο ή τα παιδιά σου. Ξαναγιγαντώνεται η οργή σου και προσπαθείς - όχι πάντα με επιτυχία - να συγκρατηθείς.



- "Θα ξαναγίνω όπως ήμουν;" ρωτάει.

- "Να βέβαια, είναι σίγουρο" τη διαβεβαιώνεις. Το Reminyl, καθυστερεί απλώς τη νόσο για 18 μήνες το πολύ.



- "Δε μου λες, σε έχω αδικήσει ποτέ;", ρωτάει.

- "Όχι" απαντάς.



Σκέφτεται...



- "Μα, είσαι σίγουρος;" επανέρχεται.

- "Απόλυτα", επιμένεις, "πως σου ήρθε τώρα αυτό, άντε πάμε να σε κεράσω ένα παγωτό". Πόσα παγωτά προλαβαίνει να φάει σε 18 μήνες;



Ό,τι ήταν αυτό που την έκανε ό,τι ήταν, τώρα έχει αποδράσει. Ό,τι μίσησα βαθιά και νίκησα με απίστευτη δαπάνη ενέργειας και βιώνοντας συχνά οδυνηρές ήττες, ξαφνικά κρύφτηκε. Έχασα τον παλιό μου αντίπαλο. Αναγκάζομαι, για πολλοστή φορά - έχω πάψει πια να τις μετράω - να επαναπροσδιοριστώ ριζικά.



Μα θα το πω το παράπονό μου - και μην θεωρείτε παρακαλώ ότι κλαίγομαι, μάλλον θυμώνω: τι διάολο, τόσο δύσκολο ήταν να έχω μια φυσιολογική καταγωγή, όπως τόσοι άνθρωποι; Ήταν ανάγκη να είναι τόσο ακραία τα πράγματα;



Κι αυτή πάλι, μέσα σ' όλη τη τρέλα της (φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα έκανε ό,τι έκανε εκείνη) δεν μπορούσε να φύγει απλά; Ήταν ανάγκη να τελειώσει μέσα στο χάος και την ασυναρτησία; Ήταν ανάγκη, μετά απ' όλ' αυτά να την οικτίρω κιόλας στο τέλος;



Ας είναι καλά η σύντροφός μου, που θες λόγω ειδικότητας (κλ. ψυχολόγος), θες λόγω ενστίκτου, μου δείχνει το δρόμο της ανθρωπιάς και της συμπόνιας. Κι ας κοιμάται πλέον ήσυχος, αυτός που μου έμαθε - όσο πρόλαβε - την αξία της αξιοπρέπειας και της συμπόνιας. Παίρνει τώρα την καλύτερη εκδίκησή του, μέσα από τις αρχές του που συνεχίζουν να ζουν.