
Τα καλοκαίρια μου, δεμένα μ' ένα κυκλαδίτικο χωριό...
Διακοπές ατέλειωτες, αυτό που βασικά θυμάμαι, είναι ράθυμα μεσημέρια, σε ένα κομπολόι 70-80 ημερών· από τα τέλη του Ιούνη, μέχρι τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη.
Σαγιονάρες στο χρώμα της μουστάρδας· άντεχαν ακριβώς ένα καλοκαίρι.
Γαλλικά τσιγάρα με μαύρο καπνό και άρωμα βαρύ.
Εφηβεία και τα πρώτα χρόνια σαν άντρας - λέμε τώρα...
Ο Σεπτέμβρης ερχόταν πάντα με τον λυγμό του αποχωρισμού. Ούτε θυμάμαι πια από πόσα χείλια άκουσα τον λυγμό αυτό...
Θυμάμαι την barwoman που την έβλεπα τα καλοκαίρια στο κυκλαδίτικο χωριό και τον χειμώνα στο DaDa στα Εξάρχεια. Μελαχροινή, μαυροντυμένη, με χαμόγελο "ξέρω εγώ..." και "manhattan, μπα, το ποτό της Merilyn, το ξέρεις;". Το ήξερα, μου τόχε πει και το περασμένο και το προπερασμένο καλοκαίρι, και κάθε καλοκαίρι στη σειρά... Και κάθε φορά χαμογελούσα και κούναγα το κεφάλι μου...
Θυμάμαι νάμαι πάντα ερωτευμένος. Τι ήταν κι αυτό...
Από το πλοίο - πούκανε 6 ώρες να φτάσει στο νησί - ένοιωθα σαν να βγαίνω από μια μακρυά χειμωνιάτικη νάρκη. Βρισκόμουν μέσα σε ώρες μεταλλαγμένος, να βλέπω τις γυναίκες μ' άλλο μάτι· μάλλον να τις βλέπω ξανά, μετά από μήνες και μήνες. Ένας χειμώνας με διάβασμα και μουσική, ένα καλοκαίρι με σκέτη ζωή.
Έρωτες άδολοι και ρομαντικοί.
Θυμάμαι την παραλία, είμασταν αγκαλιά και μιλάγαμε - μόνο μιλάγαμε - κι η υγρασία είχε ποτίσει τα ρούχα μας. Και ξαφνικά, είδα το πιο περίεργο φαινόμενο: μια τεράστια γραμμή σε βαθύ μωβ στον ορίζοντα. Σταματήσαμε να μιλάμε και μείναμε να κοιτάζουμε ατέλειωτα. Ποτέ πριν δεν είχα δει την ανατολή...
Θυμάμαι την κοπέλα που φίλησα την ώρα που είμασταν σε 5 μέτρα βάθος. Ανεβήκαμε στο φως, χαμογελώντας ντροπαλά και κοιταζόμασταν στα μάτια...
Θυμάμαι νύχτα και το bar να κλείνει· και "έλα ρε μεγάλε, δώσε μας ένα ποτό ακόμα". Και παίρναμε τα ποτά, και καθόμασταν στα τυλιγμένα δίχτυα, μέχρι να φύγουμε αγκαλιασμένοι, αφήνοντας τα ποτήρια άδεια, στα ασβεστωμένα σκαλάκια της εισόδου.
Τόσες γυναίκες... Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, μόνο ελάχιστα... Θυμάμαι όλα τα πρόσωπα, όλα τα χείλια· αλλά δεν θυμάμαι ονόματα.
Θυμάμαι νύχτες στα πλακόστρωτα δρομάκια, αγκαλιάσματα στα σκοτεινά. Κάθε φορά ερωτευόμουν δυνατά (σιχαινόμουν τα "καμάκια"). Εκεί έμαθα πως, αν ερωτευτείς με την καρδιά σου, θα σ' ερωτευτούν το ίδιο.
Τόσοι έρωτες καταδικασμένοι να πεθάνουν στον ερχομό του Σεπτέμβρη. Και τόσοι Σεπτέμβρηδες με λυγμούς. Καμμιά τους δεν κατάφερα να παρηγορήσω. Κι ένιωθα κάθε μια τους να παίρνει ένα κομμάτι μου, και να χάνω τον εαυτό μου μέσα σε ράθυμα, νωχελικά, ερωτευμένα καλοκαίρια...

Παίζανε ρόλο βέβαια κι οι παραλίες με τους γυμνιστές· δηλαδή, σχεδόν κάθε παραλία. Ο γυμνισμός ήταν τόσο κοινός τόπος που - πράγματι - ξεχνούσες ότι ήσουν γυμνός.
Κι άμα σ' έπαιρνε ο ύπνος μπρούμυτα στην άμμο (αν ήσουν άντρας) και ξυπνούσες σε ...περίεργη κατάσταση, το πράγμα ήταν ζόρικο· πως να σηκωθείς στην παραλία, που φοβόσουν μη σε πάρουν για ...μπανιστηριτζή; Και καθόσουν μπρούμυτα, και δώστου να σε καίει ο ήλιος και να μη μπορείς να κάνεις τίποτα και να βλαστημάς το θεό που δεν σ' έκανε γυναίκα, να μην είσαι τόσο ...εκτεθειμένος κι έβριζες και το μαραφέτι που αποφάσισε να εξεγερθεί με δική του πρωτοβουλία!!!!

Μυρωδιές από θυμάρι, θάλασσα, αντηλιακό καρύδα. Γυμνά κορμιά απλωμένα στη σειρά να διαβάζουν το 'Όνομα του Ρόδου" (πολύ της μόδας τότε). Δεκάδες επίδοξοι surfers, να προσπαθούν να αναδειχτούν στο - ολοκαίνουργιο τότε - παιχνίδι της μόδας. Άφιξη στην παραλία στις 11 το πρωί, αποχώρηση στις 6 το απόγευμα. Δέρμα κατάμαυρο.
Νύχτες. Μυρωδιές από ποτά, εξωτικά ονόματα στα cocktails, τύποι με κιθάρες, φλάουτα και φλογέρες στις γωνιές του χωριού. Αξιοθέατο: disco για λεσβίες. Ο μόνος καλόγουστος χώρος τότε. Πέντε - έξι μπαράκια· μιλάς στον barman με το μικρό του όνομα, σου απαντάει το ίδιο. Μια γειτονιά που διαλύεται κάθε Σεπτέμβρη και τον επόμενο Ιούνη είναι και πάλι ζωντανή.
Ο Antonio από το Torino. Με ένα τεράστιο μπλε τροχόσπιτο. Κάθε απόγευμα πιάνει βάρδια στο πλαϊνό μπαράκι με ένα τάβλι: μαδάει τα κορόιδα που νομίζουν πως μόνο οι Έλληνες ξέρουν τάβλι. "Χρηματοδοτώ τις διακοπές μου" μου λέει. "Παίζεις;"· ούτε κατά διάνοια!!!
Αποχώρηση από το bar αγκαλιά· με τον πρόσφατο έρωτα, που για μένα είναι πάντα ο μεγαλύτερος κι ο τελευταίος. Νυχτερινό μπάνιο στη θάλασσα γυμνοί. Το νερό γεμάτο φωτοπλαγκτόν, φωσφορίζει στην επαφή με τα ζεστά σώματα. Σαν να αγκαλιάζεσαι σε ένα ζεστό περιβάλλον γεμάτο αστέρια που στροβιλίζονται.
Η αίσθηση που έχω ακόμα και τώρα, είναι η μεγάλη ανάγκη τους για τρυφερότητα. Γυναίκες που φαίνεται να γίνονται γυναίκες μόνο το καλοκαίρι...

Το χωριό έχει σχεδόν αδειάσει. Η γειτονιά έχει σκορπίσει.
Περιμένεις στο λιμάνι της Χώρας με το εισητήριο· αν είσαι τυχερός, καμμιά δεν είναι μαζί σου. Αλλιώς, στέκεται δίπλα σου. Πάει μακρύτερα από σένα: στη Γερμανία, στη Σουηδία, στην Ελβετία. Προσπαθείς να την παρηγορήσεις ατελέσφορα.
Αναμονή στις πλαστικές καρέκλες κάποιου καφενείου.
Σκέφτεσαι ότι πίσω, στην παραλία κάποιοι έχουν μείνει. Ο βράχος που πάνω του πρωτοέκανες έρωτα μαζί της, είναι πάντα εκεί. Κάποιος άλλος θα κάθεται πια επάνω του και θάχει απλώσει την πετσέτα του. Στην αγαπημενη σου θέση στο bar κάποιος άλλος πίνει manhattan· άλλοι έρωτες αυτό το βράδυ, θα πάρουν τον δρόμο για την παραλία που φωσφορίζει.
Θέλεις να γυρίσεις στο χωριό· μα πίσω από τα βράχια που αγκαλιάζουν το λιμάνι, εμφανίζεται ο καπνός από το φουγάρο. Δεν έχεις τρόπο να σταματήσεις το πλοίο.
Δεν έχεις τρόπο να σταματήσεις το Σεπτέμβρη...
Υ.Γ. Τόσα χρόνια μετά, η εποχή εκείνη μου φαίνεται σαν μυθική. Για να είμαι ειλικρινής, κάπως έτσι μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να τη βγάζουν κάτι τύποι σαν τον Bill Gates. Μήπως, όταν είμαστε μικροί, είμαστε πράγματι πάμπλουτοι;
(όλες οι φωτογραφίες, είναι από εκείνο το χωριό)