Focus στο άρθρο του Focus
Σήμερα διάβασα την μετάφραση του διαβόητου άρθρου του γερμανικού Focus.
Καιρό είχα να γελάσω έτσι, από την καρδιά μου δηλαδή. Το εκτύπωσα και το μοιράζω σε γνωστούς και φίλους κι όλοι αντιδρούν ανάλογα: γέλια.
Ο αρθρογράφος έστησε ένα έξυπνο και γλαφυρό άρθρο. Εντάξει, δεν είναι και Αριστοφάνης - ούτε καν Λαζόπουλος (!!!) - αλλά βγάζει γέλιο, είναι αρκετά οξυδερκές και νομίζω πολύ ακριβές. Περιγράφει την Ελλάδα. Και συνιστώ σε όλους να το διαβάσουν, για να καταλάβουμε τι μας χωρίζει από τους Γερμανούς. Όσοι θέλουν να εμβαθύνουν στο θέμα της βασικής διάκρισής μας από τους Σάξονες γενικότερα, μπορούν να διαβάσουν και το κλασικό έργο του Max Weber.
Όταν όμως κάποιος μας περιγράφει κάτι τι, δυο (τουλάχιστον) πληροφορίες παίρνουμε: η πρώτη είναι, αυτό το οποίο ο αφηγητής περιγράφει (για την ακρίβεια, προσλαμβάνουμε το αφήγημα - όχι το πράγμα καθ' εαυτό).
Η δεύτερη πληροφορία όμως, εξίσου σημαντική, αφορά τον ίδιο τον αφηγητή: μαθαίνουμε για αυτόν τον ίδιο. Δηλαδή, τι βλέπει, τι επιλέγει να βλέπει. Κι έτσι μαθαίνουμε και τι επιλέγει να μην βλέπει - αυτό που η Κυβερνητική β' τάξης αποκαλεί το "τυφλό σημείο".
Το τυφλό σημείο του αρθρογράφου, είναι ακριβώς το μάτι του: βλέπει τα πράγματα σαν Γερμανός. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατεί να κατανοήσει τα φαινόμενα που περιγράφει. Βλέπει μια κατάσταση αποδιοργάνωσης, και δεν μπορεί να καταλάβει ότι αυτός είναι που το βλέπει έτσι, και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένους λόγους (εξαιρετική ομιλία του Heinz von Foerster επ' αυτού, εδώ).
Το πράγμα όμως πάει πολύ βαθιά. Όπως το αντιλαμβάνομαι, έχουμε εδώ μια σύγκρουση Niklas Luhmann και Pierre Bourdieu. Στο ελληνικό μου καύκαλο μέσα, ο (Γερμανός) Luhmann στο ρόλο του "Έλληνα", ο (Γάλλος) Bourdieu στο ρόλο "Γερμανού". Και να γιατί:
- Ο Bourdieu, σε πολλές αναφορές του, θεωρεί ότι υπάρχει το "συμβολικό κεφάλαιο", που αναλύεται σε οικονομικό κεφάλαιο, κουλτούρα και κοινωνικό κεφάλαιο. Κι επαναλαμβάνει συχνά ότι σε τελική ανάλυση, κάθε μορφή κεφαλαίου στηρίζεται στη δυνατότητά της να μετασχηματιστεί σε οικονομικό κεφάλαιο [1, 2]. Τίποτα το αξιοπερίεργο εδώ, ο Bourdieu ακολουθεί μια μακρά σειρά μαρξιστών και νεο-μαρξιστών κοινωνιολόγων. Ο ίδιος μιλάει για την "ωμή δύναμη" ("brutal force" [2]) που τελικά αναδομεί συνεχώς την κοινωνία κι αναπαράγει το μοντέλο της ταξικής διαστρωμάτωσης (κακεντρεχές σχόλιο: άδικο έχει μετά η Αλέκα;). Δηλαδή, το νόημα ξεπηδά από την οικονομική διάρθρωση. Αυτή το έχει εκ των προτέρων διαμορφώσει κι αυτό με τη σειρά του την αναπαράγει.
- Αντίθετα, ο "Γερμανούχτερ" Luhmann, προτείνει μια εντελώς άλλη οπτική: κάτω από τα επιφαινόμενα (δηλ. την κοινωνική οργάνωση), βρίσκεται το νόημα (λέει). Το νόημα δεν είναι φανερό σε κάποιον εκτός του συστήματος κι αυτό που τελικά έχει σημασία, είναι η δυνατότητα αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος (αυτοποίηση), δηλαδή η δυνατότητά του να παράγει συνεχώς νόημα. Το οικονομικό κεφάλαιο έτσι, αποκτά ουσιαστική διάσταση μόνον ως συμβολικό κεφάλαιο - τίποτε περισσότερο. Δηλαδή, μόνο στο επίπεδο ενός νοήματος (που αποτελεί τον ενδιάμεσο μεταξύ των ανθρώπων) το χρήμα έχει σημασία. Κι έτσι, η κοινωνική οργάνωση στη βάση μιας εγγενούς (!!!!) έλξης προς το χρήμα, είναι απλώς παράλογη. Πρώτα το χρήμα νοηματοδοτείται, μετά αποκτά ισχύ.
Η διαφορά δεν είναι ασήμαντη. Η θεωρία του Luhmann [3] εξηγεί άνετα τους βομβιστές αυτοκτονίας, τον θρησκευτικό φανατισμό, την εμμονή σε "παράλογες" συμπεριφορές κλπ. Αντίθετα, η θεώρηση του Bourdieu, ακόμα και με το habitus, αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητικές εξηγήσεις αυτών των φαινομένων.
(κακό σχόλιο: "Πολλές φορές έχω την παραίσθηση πως βλέπω τον Luhmann να κοιτά πάνω απ΄ τον ώμο του Bourdieu την ώρα που ο τελευταίος γράφει και να μειδιά...).
Τι λέει λοιπόν τελικά ο αρθρογράφος του Focus; Λέει ότι δεν καταλαβαίνει τους Έλληνες!!!
Και πράγματι, η συμπεριφορά των Ελλήνων είναι απολύτως ακατανόητη (ή απλώς εντελώς ανόητη) αν κάποιος παραμείνει στον Bourdieu.
Σε ό,τι με αφορά ωστόσο - και σέβομαι πολύ τον Bourdieu ως επιστήμονα - το να μένει κάποιος εκεί, είναι επιλεκτική τύφλωση.
Μελετώντας τον Luhmann - κάτι που συνεχίζω να κάνω, και που ευτυχώς δεν έχει τελειωμό - και παίρνοντας ανάποδα τη βιβλιογραφία του, κατέληξα στον Ηράκλειτο - δεν τον επέλεξα εγώ, ο Luhmann κι οι προκάτοχοί του τον επέλεξαν:
Τις προάλλες συζητούσα με κάποιον φίλο, που τον σέβομαι πολύ. Στο τέλος με είπε "ρατσιστή". Να τι έγινε:
Ισχυρίστηκα ότι, στην ελληνική κουλτούρα, είναι κατανοητό να σφάζεις τον εχθρό. Κι ο εχθρός παραμένει εχθρός και νεκρός. Π.χ., είναι κατανοητό γιατί στον Εμφύλιο αποκεφάλισαν τον Άρη και τον Έλατο, γιατί οι Τούρκοι έφτιαχναν τοίχους με κεφάλια Αρμενίων, κάτι που έκαναν και οι Σέρβοι στη Βοσνία, κλπ. Κατανοητόν, αν και απεχθέστατο.
Το νόημα είναι: το πτώμα του εχθρού μου, συνεχίζει να είναι το σύμβολο του εχθρού μου.
Αλλά, είναι ακατανόητη η χρηστική πρόσληψη του πτώματος, που εμφάνισαν οι Γερμανοί, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα πτώματα των Εβραίων "εχθρών τους".
Εδώ, πρόκειται για χάσμα κουλτούρας. Υπάρχει δηλαδή κάτι εγγενές στην κουλτούρα τους. Αυτό είπα και με είπε ρατσιστή.
Το ξαναλέω λοιπόν. Γινόμαστε Έλληνες (ή Γερμανοί ή ο,τιδήποτε άλλο), μέσα από αφηγήσεις. Αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι ρητές - καθόλου μάλιστα. Σε συμπεριφορές γύρω μας, καθώς ζούμε και μεγαλώνουμε μαθαίνουμε τον κόσμο, αλλά για την ακρίβεια: εσωτερικεύουμε την περιγραφή του κόσμου που το περιβάλλον μας μας δίνει (μαζί με τη γλώσσα μας και τους μηχανισμούς της - τι επιτρέπει και τι δεν επιτρέπει να διαμορφωθεί ως λόγος/σκέψη).
Γενετικά αυτό είναι άσχετο (εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις κάποιας γενετικής ή άλλης ανωμαλίας, τυφλότητα, κώφωση κλπ.). Αλλά κοινωνικά είναι το παν. Γιατί δεν γεννιόμαστε ούτε καν άνθρωποι - γεννιόμαστε μόνον με την δυνατότητα να γίνουμε άνθρωποι. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζονται άλλοι άνθρωποι γύρω μας. Κι έτσι γινόμαστε τελικά άνθρωποι, ως άνδρες ή γυναίκες, Έλληνες ή Γερμανοί.
Το να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τη σημασία που έχει η κουλτούρα (μ' αυτή ακριβώς την έννοια), είναι το τυφλό σημείο μας. Π.χ. κάποιος μεγαλωμένος στην Ελληνική επαρχία, που ποτέ δεν διάβασε την Αντιγόνη, ποτέ δεν άκουσε για τον Έκτορα, ακόμα και τελείως αγράμματος κυριολεκτικά να είναι, καταλαβαίνει αμέσως τη σημασία του να κάνεις τους ανθρώπους σαπούνια. Υπάρχει ένα διανοητικό φράγμα εδώ, αυτό που δημιουργεί την έννοια του αδιανόητου, και το φράγμα αυτό αναπαράγεται συνεχώς μέσα από αφηγήσεις, από συμπεριφορές ενσωματωμένες στην κουλτούρα, έθιμα και τελετές, κλπ.
Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον Όμηρο και το έργο του, ο Ομηρισμός είναι χύμα γύρω μας. Ακόμα κι αν δεν τον ξέρουμε, τρυπώνει ύπουλα σε κάθε συναλλαγή μεταξύ Ελλήνων. Όχι επειδή το επιλέξαμε. Απλώς χώθηκε στην αφήγηση (και αρχικά τα Ομηρικά έπη ήταν απλώς αφηγήματα) κι έκτοτε αναπαράγεται.
Να πουλήσουμε λοιπόν την Ακρόπολη, ναι! Κανένα ρόλο δεν έχει ως κτίριο - αυτό δεν καταλαβαίνουν οι Γερμανοί. Και στη Γερμανία να την πάμε την Ακρόπολη, δώρο π.χ,, πάλι Έλληνες θα παραμείνουμε. Αυτό που έχουμε (καλό ή κακό) βρίσκεται στην κουλτούρα της κοινωνίας αυτής κι αναπαράγεται (αθέλητα) επί αιώνες.
Κι όσο και να χτυπιούνται, αυτό που αναπαράγεται σε τούτη την κουλτούρα, έχει βαθιές αναρχικές ρίζες:
Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης:
Μετάφραση (Ι. Γρυπάρη):
Ναι, ίσως έχει πλάκα. Και ναι, ίσως είναι δυσλειτουργικό σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον.
Αλλά, το γιατί οι οικονομικοί δείκτες είναι μετρήσεις ευτυχίας των ανθρώπων, παραμένει να αποδειχθεί - κι ας κλαίνε μερικοί Γερμανοί.
Κι έτσι, λέω: "είμαι Έλληνας". Ούτως ή άλλως, εδώ μεγάλωσα, εδώ έγινα άνθρωπος (από απλός βιολογικός οργανισμός) και μόνον έτσι μπορώ να βλέπω τον κόσμο....
Υ.Γ. 1. Και, για μη ξεχνιόμαστε: όποιος μεγαλώνει στην Ελλάδα, Έλληνας γίνεται κι ας είναι από Αλβανούς ή ό,τι άλλο.
Υ.Γ. 2. Ένας φίλος φιλόλογος, μου διηγήθηκε σήμερα το εξής: όταν απόκτησε παιδί, τους πρώτους μήνες το έβαζαν με τη γυναίκα του ανάμεσά τους το βράδυ. Η γιαγιά του (του φίλου μου), αγράμματη τελείως, του λέει: "Μη το παίρνετε το μωρό μαζί σας. Ο ύπνος είναι μισός θάνατος". Κόκκαλο ο φίλος, που ακούει τη γιαγιά του να επαναλαμβάνει τον Ηράκλειτο. "Που το άκουσες αυτό γιαγιά;", ρωτάει. "Οι παλιοί έτσι λέγανε.." απαντάει η γριά.
Υ.Γ. 3. Προφανώς και είμαι της "γερμανικής σχολής σκέψης". Γι' αυτό και εκτιμώ (και) τους Έλληνες.
Υ.Γ. 4. (μεγάλη και τελευταία κακία): Γιωργάκη δεν έμενες καλύτερα να καθαρίζεις παράθυρα στη ...."Στοχόλμη";
[1] Bourdieu Pierre, 1986, The Forms of Capital στο Handbook of Theory and Research for the Sociology of Education, Richardson, J. G., (ed.), New York/Westport/London, Greenwood Press: 241-258.
[2] Bourdieu Pierre, 1989, Social Space and Symbolic Power, Sociological Theory, vol. 7 (1): 14-25.
[3] Luhmann Niklas, 1995, Social Systems, Stanford University Press.
Καιρό είχα να γελάσω έτσι, από την καρδιά μου δηλαδή. Το εκτύπωσα και το μοιράζω σε γνωστούς και φίλους κι όλοι αντιδρούν ανάλογα: γέλια.
Ο αρθρογράφος έστησε ένα έξυπνο και γλαφυρό άρθρο. Εντάξει, δεν είναι και Αριστοφάνης - ούτε καν Λαζόπουλος (!!!) - αλλά βγάζει γέλιο, είναι αρκετά οξυδερκές και νομίζω πολύ ακριβές. Περιγράφει την Ελλάδα. Και συνιστώ σε όλους να το διαβάσουν, για να καταλάβουμε τι μας χωρίζει από τους Γερμανούς. Όσοι θέλουν να εμβαθύνουν στο θέμα της βασικής διάκρισής μας από τους Σάξονες γενικότερα, μπορούν να διαβάσουν και το κλασικό έργο του Max Weber.
Όταν όμως κάποιος μας περιγράφει κάτι τι, δυο (τουλάχιστον) πληροφορίες παίρνουμε: η πρώτη είναι, αυτό το οποίο ο αφηγητής περιγράφει (για την ακρίβεια, προσλαμβάνουμε το αφήγημα - όχι το πράγμα καθ' εαυτό).
Η δεύτερη πληροφορία όμως, εξίσου σημαντική, αφορά τον ίδιο τον αφηγητή: μαθαίνουμε για αυτόν τον ίδιο. Δηλαδή, τι βλέπει, τι επιλέγει να βλέπει. Κι έτσι μαθαίνουμε και τι επιλέγει να μην βλέπει - αυτό που η Κυβερνητική β' τάξης αποκαλεί το "τυφλό σημείο".
Το τυφλό σημείο του αρθρογράφου, είναι ακριβώς το μάτι του: βλέπει τα πράγματα σαν Γερμανός. Αυτό σημαίνει ότι αδυνατεί να κατανοήσει τα φαινόμενα που περιγράφει. Βλέπει μια κατάσταση αποδιοργάνωσης, και δεν μπορεί να καταλάβει ότι αυτός είναι που το βλέπει έτσι, και μάλιστα για πολύ συγκεκριμένους λόγους (εξαιρετική ομιλία του Heinz von Foerster επ' αυτού, εδώ).
Το πράγμα όμως πάει πολύ βαθιά. Όπως το αντιλαμβάνομαι, έχουμε εδώ μια σύγκρουση Niklas Luhmann και Pierre Bourdieu. Στο ελληνικό μου καύκαλο μέσα, ο (Γερμανός) Luhmann στο ρόλο του "Έλληνα", ο (Γάλλος) Bourdieu στο ρόλο "Γερμανού". Και να γιατί:
- Ο Bourdieu, σε πολλές αναφορές του, θεωρεί ότι υπάρχει το "συμβολικό κεφάλαιο", που αναλύεται σε οικονομικό κεφάλαιο, κουλτούρα και κοινωνικό κεφάλαιο. Κι επαναλαμβάνει συχνά ότι σε τελική ανάλυση, κάθε μορφή κεφαλαίου στηρίζεται στη δυνατότητά της να μετασχηματιστεί σε οικονομικό κεφάλαιο [1, 2]. Τίποτα το αξιοπερίεργο εδώ, ο Bourdieu ακολουθεί μια μακρά σειρά μαρξιστών και νεο-μαρξιστών κοινωνιολόγων. Ο ίδιος μιλάει για την "ωμή δύναμη" ("brutal force" [2]) που τελικά αναδομεί συνεχώς την κοινωνία κι αναπαράγει το μοντέλο της ταξικής διαστρωμάτωσης (κακεντρεχές σχόλιο: άδικο έχει μετά η Αλέκα;). Δηλαδή, το νόημα ξεπηδά από την οικονομική διάρθρωση. Αυτή το έχει εκ των προτέρων διαμορφώσει κι αυτό με τη σειρά του την αναπαράγει.
- Αντίθετα, ο "Γερμανούχτερ" Luhmann, προτείνει μια εντελώς άλλη οπτική: κάτω από τα επιφαινόμενα (δηλ. την κοινωνική οργάνωση), βρίσκεται το νόημα (λέει). Το νόημα δεν είναι φανερό σε κάποιον εκτός του συστήματος κι αυτό που τελικά έχει σημασία, είναι η δυνατότητα αναπαραγωγής του κοινωνικού συστήματος (αυτοποίηση), δηλαδή η δυνατότητά του να παράγει συνεχώς νόημα. Το οικονομικό κεφάλαιο έτσι, αποκτά ουσιαστική διάσταση μόνον ως συμβολικό κεφάλαιο - τίποτε περισσότερο. Δηλαδή, μόνο στο επίπεδο ενός νοήματος (που αποτελεί τον ενδιάμεσο μεταξύ των ανθρώπων) το χρήμα έχει σημασία. Κι έτσι, η κοινωνική οργάνωση στη βάση μιας εγγενούς (!!!!) έλξης προς το χρήμα, είναι απλώς παράλογη. Πρώτα το χρήμα νοηματοδοτείται, μετά αποκτά ισχύ.
Η διαφορά δεν είναι ασήμαντη. Η θεωρία του Luhmann [3] εξηγεί άνετα τους βομβιστές αυτοκτονίας, τον θρησκευτικό φανατισμό, την εμμονή σε "παράλογες" συμπεριφορές κλπ. Αντίθετα, η θεώρηση του Bourdieu, ακόμα και με το habitus, αδυνατεί να προσφέρει ικανοποιητικές εξηγήσεις αυτών των φαινομένων.
(κακό σχόλιο: "Πολλές φορές έχω την παραίσθηση πως βλέπω τον Luhmann να κοιτά πάνω απ΄ τον ώμο του Bourdieu την ώρα που ο τελευταίος γράφει και να μειδιά...).
Τι λέει λοιπόν τελικά ο αρθρογράφος του Focus; Λέει ότι δεν καταλαβαίνει τους Έλληνες!!!
Και πράγματι, η συμπεριφορά των Ελλήνων είναι απολύτως ακατανόητη (ή απλώς εντελώς ανόητη) αν κάποιος παραμείνει στον Bourdieu.
Σε ό,τι με αφορά ωστόσο - και σέβομαι πολύ τον Bourdieu ως επιστήμονα - το να μένει κάποιος εκεί, είναι επιλεκτική τύφλωση.
Μελετώντας τον Luhmann - κάτι που συνεχίζω να κάνω, και που ευτυχώς δεν έχει τελειωμό - και παίρνοντας ανάποδα τη βιβλιογραφία του, κατέληξα στον Ηράκλειτο - δεν τον επέλεξα εγώ, ο Luhmann κι οι προκάτοχοί του τον επέλεξαν:
οὐ ξυνιᾶσιν ὅκως διαφερόμενον ἑωυτῶι συμφέρεται· παλίντονος ἁρμονίη ὅκωσπερ τόξου καὶ λύρης.
(Δεν καταλαβαίνουν πως κάτι που έχει μέσα του αντίθετες τάσεις, συμφωνεί με τον εαυτό του. Αρμονία αντιθέτων τάσεων, όπως του τόξου και της λύρας).
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων.
(Η κρυμμένη αρμονία είναι ισχυρότερη από την φανερή).
Τις προάλλες συζητούσα με κάποιον φίλο, που τον σέβομαι πολύ. Στο τέλος με είπε "ρατσιστή". Να τι έγινε:
Ισχυρίστηκα ότι, στην ελληνική κουλτούρα, είναι κατανοητό να σφάζεις τον εχθρό. Κι ο εχθρός παραμένει εχθρός και νεκρός. Π.χ., είναι κατανοητό γιατί στον Εμφύλιο αποκεφάλισαν τον Άρη και τον Έλατο, γιατί οι Τούρκοι έφτιαχναν τοίχους με κεφάλια Αρμενίων, κάτι που έκαναν και οι Σέρβοι στη Βοσνία, κλπ. Κατανοητόν, αν και απεχθέστατο.
Το νόημα είναι: το πτώμα του εχθρού μου, συνεχίζει να είναι το σύμβολο του εχθρού μου.
Αλλά, είναι ακατανόητη η χρηστική πρόσληψη του πτώματος, που εμφάνισαν οι Γερμανοί, στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, με τα πτώματα των Εβραίων "εχθρών τους".
Εδώ, πρόκειται για χάσμα κουλτούρας. Υπάρχει δηλαδή κάτι εγγενές στην κουλτούρα τους. Αυτό είπα και με είπε ρατσιστή.
Το ξαναλέω λοιπόν. Γινόμαστε Έλληνες (ή Γερμανοί ή ο,τιδήποτε άλλο), μέσα από αφηγήσεις. Αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι ρητές - καθόλου μάλιστα. Σε συμπεριφορές γύρω μας, καθώς ζούμε και μεγαλώνουμε μαθαίνουμε τον κόσμο, αλλά για την ακρίβεια: εσωτερικεύουμε την περιγραφή του κόσμου που το περιβάλλον μας μας δίνει (μαζί με τη γλώσσα μας και τους μηχανισμούς της - τι επιτρέπει και τι δεν επιτρέπει να διαμορφωθεί ως λόγος/σκέψη).
Γενετικά αυτό είναι άσχετο (εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις κάποιας γενετικής ή άλλης ανωμαλίας, τυφλότητα, κώφωση κλπ.). Αλλά κοινωνικά είναι το παν. Γιατί δεν γεννιόμαστε ούτε καν άνθρωποι - γεννιόμαστε μόνον με την δυνατότητα να γίνουμε άνθρωποι. Αλλά για να γίνει αυτό, χρειάζονται άλλοι άνθρωποι γύρω μας. Κι έτσι γινόμαστε τελικά άνθρωποι, ως άνδρες ή γυναίκες, Έλληνες ή Γερμανοί.
Το να κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τη σημασία που έχει η κουλτούρα (μ' αυτή ακριβώς την έννοια), είναι το τυφλό σημείο μας. Π.χ. κάποιος μεγαλωμένος στην Ελληνική επαρχία, που ποτέ δεν διάβασε την Αντιγόνη, ποτέ δεν άκουσε για τον Έκτορα, ακόμα και τελείως αγράμματος κυριολεκτικά να είναι, καταλαβαίνει αμέσως τη σημασία του να κάνεις τους ανθρώπους σαπούνια. Υπάρχει ένα διανοητικό φράγμα εδώ, αυτό που δημιουργεί την έννοια του αδιανόητου, και το φράγμα αυτό αναπαράγεται συνεχώς μέσα από αφηγήσεις, από συμπεριφορές ενσωματωμένες στην κουλτούρα, έθιμα και τελετές, κλπ.
Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν έχεις ακούσει ποτέ για τον Όμηρο και το έργο του, ο Ομηρισμός είναι χύμα γύρω μας. Ακόμα κι αν δεν τον ξέρουμε, τρυπώνει ύπουλα σε κάθε συναλλαγή μεταξύ Ελλήνων. Όχι επειδή το επιλέξαμε. Απλώς χώθηκε στην αφήγηση (και αρχικά τα Ομηρικά έπη ήταν απλώς αφηγήματα) κι έκτοτε αναπαράγεται.
Να πουλήσουμε λοιπόν την Ακρόπολη, ναι! Κανένα ρόλο δεν έχει ως κτίριο - αυτό δεν καταλαβαίνουν οι Γερμανοί. Και στη Γερμανία να την πάμε την Ακρόπολη, δώρο π.χ,, πάλι Έλληνες θα παραμείνουμε. Αυτό που έχουμε (καλό ή κακό) βρίσκεται στην κουλτούρα της κοινωνίας αυτής κι αναπαράγεται (αθέλητα) επί αιώνες.
Κι όσο και να χτυπιούνται, αυτό που αναπαράγεται σε τούτη την κουλτούρα, έχει βαθιές αναρχικές ρίζες:
Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης:
Χορός
πῶς δ᾽ οὐχὶ ταρβεῖς τοιάδ᾽ ἐκρίπτων ἔπη;
Προμηθεύς
τί δ᾽ ἂν φοβοίμην ᾧ θανεῖν οὐ μόρσιμον;
Χορός
ἀλλ᾽ ἆθλον ἄν σοι τοῦδ᾽ ἔτ᾽ ἀλγίω πόροι.
Προμηθεύς
ὁ δ᾽ οὖν ποιείτω· πάντα προσδοκητά μοι.
Χορός
οἱ προσκυνοῦντες τὴν Ἀδράστειαν σοφοί.
Προμηθεύς
σέβου, προσεύχου, θῶπτε τὸν κρατοῦντ᾽ ἀεί.
ἐμοὶ δ᾽ ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει.
δράτω, κρατείτω τόνδε τὸν βραχὺν χρόνον,
ὅπως θέλει· δαρὸν γὰρ οὐκ ἄρξει θεοῖς.
Μετάφραση (Ι. Γρυπάρη):
Το πως, και με πόσους τρόπους η θέση αυτή του Προμηθέα έχει επιβιώσει μέσα στην ελληνική καθημερινή συναλλαγή μέχρι σήμερα, δεν χρειάζεται νομίζω να το περιγράψω. Ξεκινάμε από το "εγώ αφεντικό δε βάζω στο κεφάλι μου" και φτάνουμε έως γλαφυρές περιγραφές που εμπλέκουν ...μάντρες, ανατομικές ορολογίες και ...αέρια.
Χορός
Και δε φοβάσαι εσύ να πετάς τέτοια λόγια;
Προμηθέας
Τι να φοβούμαι, αφού δεν μπορεί να πεθάνω;
Χορός
Μα ίσως και σ' άλλους πιο σκληρούς σε ρίξει μόχτους.
Προμηθέας
Ό,τι έχει ας κάμει, κι όλα εγώ τα περιμένω.
Χορός
Είναι σοφοί, μπρος στην Αδράστεια (σ.σ. τη Μοίρα) όσοι σκύβουν.
Προμηθέας
Σέβου, προσκύνα, χάιδευε πάντα σου εκείνον
που κρατά την αρχή· μα εγώ το Δία πιο λίγο
ψηφώ κι απ' το μηδέν· ας κυβερνά κι ας κάνει
της κεφαλής του, όσος καιρός του μένει ακόμα·
γιατί δε θα 'ναι των θεών κύριος για πάντα.
Ναι, ίσως έχει πλάκα. Και ναι, ίσως είναι δυσλειτουργικό σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον.
Αλλά, το γιατί οι οικονομικοί δείκτες είναι μετρήσεις ευτυχίας των ανθρώπων, παραμένει να αποδειχθεί - κι ας κλαίνε μερικοί Γερμανοί.
Κι έτσι, λέω: "είμαι Έλληνας". Ούτως ή άλλως, εδώ μεγάλωσα, εδώ έγινα άνθρωπος (από απλός βιολογικός οργανισμός) και μόνον έτσι μπορώ να βλέπω τον κόσμο....
Υ.Γ. 1. Και, για μη ξεχνιόμαστε: όποιος μεγαλώνει στην Ελλάδα, Έλληνας γίνεται κι ας είναι από Αλβανούς ή ό,τι άλλο.
Υ.Γ. 2. Ένας φίλος φιλόλογος, μου διηγήθηκε σήμερα το εξής: όταν απόκτησε παιδί, τους πρώτους μήνες το έβαζαν με τη γυναίκα του ανάμεσά τους το βράδυ. Η γιαγιά του (του φίλου μου), αγράμματη τελείως, του λέει: "Μη το παίρνετε το μωρό μαζί σας. Ο ύπνος είναι μισός θάνατος". Κόκκαλο ο φίλος, που ακούει τη γιαγιά του να επαναλαμβάνει τον Ηράκλειτο. "Που το άκουσες αυτό γιαγιά;", ρωτάει. "Οι παλιοί έτσι λέγανε.." απαντάει η γριά.
Υ.Γ. 3. Προφανώς και είμαι της "γερμανικής σχολής σκέψης". Γι' αυτό και εκτιμώ (και) τους Έλληνες.
Υ.Γ. 4. (μεγάλη και τελευταία κακία): Γιωργάκη δεν έμενες καλύτερα να καθαρίζεις παράθυρα στη ...."Στοχόλμη";
[1] Bourdieu Pierre, 1986, The Forms of Capital στο Handbook of Theory and Research for the Sociology of Education, Richardson, J. G., (ed.), New York/Westport/London, Greenwood Press: 241-258.
[2] Bourdieu Pierre, 1989, Social Space and Symbolic Power, Sociological Theory, vol. 7 (1): 14-25.
[3] Luhmann Niklas, 1995, Social Systems, Stanford University Press.
Σχόλια
Αντίθετα ο "Ελληνας" Luhmann, παρ' όλο που φαίνεται να ανατρέπει τη μαρξική άποψη περί (οικονομικής) βάσης και εποικοδομήματος, είναι πιο κοντά σ' αυτήν αφού αναγνωρίζει την διαλεκτική τους σχέση. Αυτό που μάλλον παραγνωρίζει (ή δεν δείχνει να βλέπει) ο Luhmann είναι ότι η μαρξική αναπαράσταση βάσης - εποικοδομήματος ουδόλως απαγορεύει στο εποικοδόμημα να επιδρά (διαλεκτικά) στη βάση και να την μετασχηματίζει. Δηλαδή, η οικονομική βάση "παράγει" το εποικοδόμημα και μέσω αυτού μετασχηματίζεται - να το κάνω έτσι απλοϊκά. Εδώ έχει δίκιο ο Πουλαντζάς με τη "σχετική αυτονομία" του, το οικονομικό επίπεδο είναι μεν το βασικό αλλά μόνο "σε τελευταία ανάλυση".
Αν τον δεχτούμε τότε θα πρέπει να δεχτούμε παρόμοιες αντιδράσεις ξένων για αυτά που λένε τα ΕΛληνικά κανάλια ή εφημερίδες τυπου espresso.