Γιώργος
Γνώρισα το Γιώργο το 1981 ή 82. Σε μια συναυλία στη σχολή, καθόμουν και παρακολουθούσα και βλέπω ένα τύπο κοντό, με στρατιωτικό τζάκετ, κιθάρα στο χέρι, περπάτημα βαρύ και μάγκικο, μαλλί μέχρι τον ώμο και μούσι - και Κνίτη επιπλέον - να ανεβαίνει στη σκηνή και να τραγουδάει ένα τραγούδι που δεν είχα ξανακούσει:
"Να πάψουν πια οι κιθάρες
έχει η πατρίδα πένθος.
Σκοτάδι πέφτει στη γη μας,
μας σκότωσαν τον αντάρτη
Μανουέλ Ροδρίγες.
Τα χρώματα μας κλαίνε.
Ας βουβαθούμε."
[Στίχοι: Pablo Neruda & Δανάη Στρατηγοπούλου
Μουσική: Χρήστος Λεοντής]
Εμφανώς είχε μπερδέψει το τραγούδι με το ξεφωνητό. Δηλαδή, εννοώ ότι δεν χρειαζόταν μικρόφωνο, τραγουδούσε τόσο δυνατά που έσπαγαν τ' αυτιά μας. Ευτυχώς που δεν ήταν και φάλτσος γιατί θα σαλτάραμε όλοι... Το άγριο ξεφωνητό περιτύλιγε το εξίσου άγριο (αν όχι βάρβαρο) σφυροκόπημα της κιθάρας του. Τα ακόρντα ακούγονταν σωστά αλλά χτυπούσε τις χορδές τόσο δυνατά, που το τρίξιμο που έβγαινε σκέπαζε την αρμονία...
Όλο μαζί το θέαμα, παρέπεμπε σε κάποιον που τον είχανε κλεισμένο χρόνια σε ένα μπουντρούμι και ξαφνικά του είπαν "θα τραγουδήσεις όσο πιο δυνατά μπορείς, αλλιώς θα μείνεις όλη τη ζωή σου μέσα!!!". Έτσι, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Κάτι υπήρχε κλεισμένο μέσα του - το καταλαβαίνω τώρα - και πάλευε συνέχεια να βγει στο φως.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό, μάλλον δεν ήταν η μουσική.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γιώργος αποδείχθηκε ένας καλός και ζεστός φίλος, καλόκαρδος και πλακατζής άνθρωπος, ευφυής και ακούραστος μάνατζερ μουσικών, αλλά ως μουσικός ο ίδιος ήταν σκέτη τραγωδία.
Όσο περισσότερο αποζητούσε την μουσική, τόσο αυτή τον απόδιωχνε. Κι όσο έβλεπε ότι δε τα κατάφερνε, τόσο μάζευε τις δυνάμεις του ξανά, ακούραστος, απτόητος και δώστου πάλι από την αρχή. Στην αρχή ψιλογελάγαμε μαζί του, εμάς βλέπεις ο Θεός μας είχε ρίξει λίγο ταλέντο. Όχι πολύ είναι η αλήθεια, τίποτε το εξαιρετικό, μόνο όσο χρειαζόταν για να παριστάνουμε τους μουσικούς με κάποια αξιοπρέπεια (σε μετρημένα βέβαια πλαίσια), αλλά κυρίως για να μη κουραζόμαστε μελετώντας και προσπαθώντας ώρες ατέλειωτες.
Το αντίθετο ακριβώς από το Γιώργο: μελετούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ, προσπαθούσε σκληρά, τα δάχτυλά του πληγώνονταν από τις χορδές κι η φωνή του έκλεινε από το ξεφωνητό. Αλλά, το αποτέλεσμα ήταν για κλάματα... Στην αρχή μαθητής του Φάμπα, μετά του Ασημακόπουλου, εκατοντάδες παρτιτούρες σκόρπιες στο δωμάτιο, ανάκατες με ρούχα καθαρά και φορεμένα, κείμενα της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, κιτρινισμένα αντίτυπα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μπερδεμένα με πολυδιαβασμένα τεύχη του ΤΙΡΑΜΟΛΑ, του ΣΕΡΑΦΙΝΟ και του ΜΠΛΕΚ, κι ο Γιώργος στη μέση, σε μια καρέκλα, πατώντας στο καινούργιο του "υποπόδιο" (που πολύ το καμάρωνε) με την κιθάρα στα χέρια, μπροστά στο αναλόγιο. Ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια, εκεί!! Κι οι χορδές πάντα να τρίζουν ειρωνικά "τζζζζ! τζζζ!" και να κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει.
- Ρε συ, βελτιώθηκε το τρίξιμο ε; (ρώταγε).
- Βελτιώθηκε Γιώργο, βέβαια, φαίνεται! (του απαντούσα)
Όσο χάλια κι αν ακουγότανε, όσο μάταιη κι αν ήταν η προσπάθειά του, σε κανέναν μας δεν πήγαινε η καρδιά να του πει καθαρά, ότι μάλλον λάθος δρόμο είχε πάρει. Σε όλα τα συγκροτήματα που φτιάξαμε ήταν πάντα μέσα. Πότε κιθάρα έπαιζε, πότε μπαγλαμά (αν παριστάναμε τους ...ρεμπέτες βεβαίως), πάντα τραγουδούσε γκαρίζοντας (κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει να μη φωνάζει έτσι) αλλά ποτέ δεν τον αφήσαμε. Ήταν αγαπημένος όλων μας και κανείς δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει.
Βέβαια, η τρέλα του μας πήγε μέχρι το Λυκαβηττό για συναυλίες - το είπα ήδη: ήταν εξαιρετικός μάνατζερ, κι αν το έκανε επαγγελματικά, θα είχε βγάλει μάλλον πολλά λεφτά. Αλλά τον καταδυνάστευε ο απελπισμένος έρωτας της μουσικής. Θυμάμαι μια φορά να περπατάμε στο δρόμο και να μου λέει:
- Έχω έναν ήχο στο μυαλό μου, κάτι σαν φλάουτο αλλά πιο γεμάτο, πιο πλούσιο ήχο. Δε ξέρω πως να τον πετύχω.
Μου 'δωσε την εντύπωση ότι έψαχνε κάτι σαν νέυ, αλλά τότε αγνοούσα το όργανο αυτό - αν το ήξερα θα του το πρότεινα...
Με τα χρόνια χαθήκαμε τελείως. Την τελευταία φορά που έμαθα γι' αυτόν, ασχολούνταν με εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων και σκέφτηκα ότι γλύτωσε επιτέλους από τον απελπισμένο μονόπλευρο έρωτα της μουσικής.
Αυτές τις μέρες στο Facebook, πέτυχα μια αναφορά στο όνομά του, ότι πέθανε λέει, στις 31 Αυγούστου 2010. Τον ανέφερε σαν στιχουργό. Σκέφτηκα, "συνωνυμία θα είναι - σιγά μην πέθανε ο Γιώργος!". Αλλά, βρήκα παλιούς φίλους, που κι αυτοί δεν είχαν νέα του για χρόνια, αλλά είχαν το τηλέφωνό του.
Τελικά επιβεβαίωσα ότι πρόκειται για τον ίδιο...
Απ' ό,τι είδα, έγινε στιχουργός (αλλά όχι ως επάγγελμα) κι ο στίχος του που άκουσα με ταξίδεψε πολύ μακριά. Ξέραμε ότι σκάρωνε κάποιους στίχους από τότε, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έγραφε, βυθισμένος όπως ήτανε στην προσπάθεια να κατακτήσει μια αχάριστη ερωμένη - τη μουσική. Κι όμως, η σύντροφός του, η γλώσσα, του είχε ήδη χαριστεί απλόχερα, άργησε μόνο λίγο να το καταλάβει κι αυτός.
Καλό σου ταξίδι φίλε μας Γιώργο, σ' αγαπώ.
Το παρακάτω τραγούδι, σε στίχους του Γιώργου, το μοναδικό που έγινε γνωστό:
"Να πάψουν πια οι κιθάρες
έχει η πατρίδα πένθος.
Σκοτάδι πέφτει στη γη μας,
μας σκότωσαν τον αντάρτη
Μανουέλ Ροδρίγες.
Τα χρώματα μας κλαίνε.
Ας βουβαθούμε."
[Στίχοι: Pablo Neruda & Δανάη Στρατηγοπούλου
Μουσική: Χρήστος Λεοντής]
Εμφανώς είχε μπερδέψει το τραγούδι με το ξεφωνητό. Δηλαδή, εννοώ ότι δεν χρειαζόταν μικρόφωνο, τραγουδούσε τόσο δυνατά που έσπαγαν τ' αυτιά μας. Ευτυχώς που δεν ήταν και φάλτσος γιατί θα σαλτάραμε όλοι... Το άγριο ξεφωνητό περιτύλιγε το εξίσου άγριο (αν όχι βάρβαρο) σφυροκόπημα της κιθάρας του. Τα ακόρντα ακούγονταν σωστά αλλά χτυπούσε τις χορδές τόσο δυνατά, που το τρίξιμο που έβγαινε σκέπαζε την αρμονία...
Όλο μαζί το θέαμα, παρέπεμπε σε κάποιον που τον είχανε κλεισμένο χρόνια σε ένα μπουντρούμι και ξαφνικά του είπαν "θα τραγουδήσεις όσο πιο δυνατά μπορείς, αλλιώς θα μείνεις όλη τη ζωή σου μέσα!!!". Έτσι, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.
Κάτι υπήρχε κλεισμένο μέσα του - το καταλαβαίνω τώρα - και πάλευε συνέχεια να βγει στο φως.
Ό,τι κι αν ήταν αυτό, μάλλον δεν ήταν η μουσική.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Γιώργος αποδείχθηκε ένας καλός και ζεστός φίλος, καλόκαρδος και πλακατζής άνθρωπος, ευφυής και ακούραστος μάνατζερ μουσικών, αλλά ως μουσικός ο ίδιος ήταν σκέτη τραγωδία.
Όσο περισσότερο αποζητούσε την μουσική, τόσο αυτή τον απόδιωχνε. Κι όσο έβλεπε ότι δε τα κατάφερνε, τόσο μάζευε τις δυνάμεις του ξανά, ακούραστος, απτόητος και δώστου πάλι από την αρχή. Στην αρχή ψιλογελάγαμε μαζί του, εμάς βλέπεις ο Θεός μας είχε ρίξει λίγο ταλέντο. Όχι πολύ είναι η αλήθεια, τίποτε το εξαιρετικό, μόνο όσο χρειαζόταν για να παριστάνουμε τους μουσικούς με κάποια αξιοπρέπεια (σε μετρημένα βέβαια πλαίσια), αλλά κυρίως για να μη κουραζόμαστε μελετώντας και προσπαθώντας ώρες ατέλειωτες.
Το αντίθετο ακριβώς από το Γιώργο: μελετούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ, προσπαθούσε σκληρά, τα δάχτυλά του πληγώνονταν από τις χορδές κι η φωνή του έκλεινε από το ξεφωνητό. Αλλά, το αποτέλεσμα ήταν για κλάματα... Στην αρχή μαθητής του Φάμπα, μετά του Ασημακόπουλου, εκατοντάδες παρτιτούρες σκόρπιες στο δωμάτιο, ανάκατες με ρούχα καθαρά και φορεμένα, κείμενα της ΚΝΕ και του ΚΚΕ, κιτρινισμένα αντίτυπα του ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ μπερδεμένα με πολυδιαβασμένα τεύχη του ΤΙΡΑΜΟΛΑ, του ΣΕΡΑΦΙΝΟ και του ΜΠΛΕΚ, κι ο Γιώργος στη μέση, σε μια καρέκλα, πατώντας στο καινούργιο του "υποπόδιο" (που πολύ το καμάρωνε) με την κιθάρα στα χέρια, μπροστά στο αναλόγιο. Ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια, εκεί!! Κι οι χορδές πάντα να τρίζουν ειρωνικά "τζζζζ! τζζζ!" και να κάνει ότι δεν το καταλαβαίνει.
- Ρε συ, βελτιώθηκε το τρίξιμο ε; (ρώταγε).
- Βελτιώθηκε Γιώργο, βέβαια, φαίνεται! (του απαντούσα)
Όσο χάλια κι αν ακουγότανε, όσο μάταιη κι αν ήταν η προσπάθειά του, σε κανέναν μας δεν πήγαινε η καρδιά να του πει καθαρά, ότι μάλλον λάθος δρόμο είχε πάρει. Σε όλα τα συγκροτήματα που φτιάξαμε ήταν πάντα μέσα. Πότε κιθάρα έπαιζε, πότε μπαγλαμά (αν παριστάναμε τους ...ρεμπέτες βεβαίως), πάντα τραγουδούσε γκαρίζοντας (κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει να μη φωνάζει έτσι) αλλά ποτέ δεν τον αφήσαμε. Ήταν αγαπημένος όλων μας και κανείς δεν ήθελε να τον κακοκαρδίσει.
Βέβαια, η τρέλα του μας πήγε μέχρι το Λυκαβηττό για συναυλίες - το είπα ήδη: ήταν εξαιρετικός μάνατζερ, κι αν το έκανε επαγγελματικά, θα είχε βγάλει μάλλον πολλά λεφτά. Αλλά τον καταδυνάστευε ο απελπισμένος έρωτας της μουσικής. Θυμάμαι μια φορά να περπατάμε στο δρόμο και να μου λέει:
- Έχω έναν ήχο στο μυαλό μου, κάτι σαν φλάουτο αλλά πιο γεμάτο, πιο πλούσιο ήχο. Δε ξέρω πως να τον πετύχω.
Μου 'δωσε την εντύπωση ότι έψαχνε κάτι σαν νέυ, αλλά τότε αγνοούσα το όργανο αυτό - αν το ήξερα θα του το πρότεινα...
Με τα χρόνια χαθήκαμε τελείως. Την τελευταία φορά που έμαθα γι' αυτόν, ασχολούνταν με εμπόριο γεωργικών μηχανημάτων και σκέφτηκα ότι γλύτωσε επιτέλους από τον απελπισμένο μονόπλευρο έρωτα της μουσικής.
Αυτές τις μέρες στο Facebook, πέτυχα μια αναφορά στο όνομά του, ότι πέθανε λέει, στις 31 Αυγούστου 2010. Τον ανέφερε σαν στιχουργό. Σκέφτηκα, "συνωνυμία θα είναι - σιγά μην πέθανε ο Γιώργος!". Αλλά, βρήκα παλιούς φίλους, που κι αυτοί δεν είχαν νέα του για χρόνια, αλλά είχαν το τηλέφωνό του.
Τελικά επιβεβαίωσα ότι πρόκειται για τον ίδιο...
Απ' ό,τι είδα, έγινε στιχουργός (αλλά όχι ως επάγγελμα) κι ο στίχος του που άκουσα με ταξίδεψε πολύ μακριά. Ξέραμε ότι σκάρωνε κάποιους στίχους από τότε, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έγραφε, βυθισμένος όπως ήτανε στην προσπάθεια να κατακτήσει μια αχάριστη ερωμένη - τη μουσική. Κι όμως, η σύντροφός του, η γλώσσα, του είχε ήδη χαριστεί απλόχερα, άργησε μόνο λίγο να το καταλάβει κι αυτός.
Καλό σου ταξίδι φίλε μας Γιώργο, σ' αγαπώ.
Το παρακάτω τραγούδι, σε στίχους του Γιώργου, το μοναδικό που έγινε γνωστό:
Σχόλια
Ευχές :)