Προσοχή, η τίγρης δαγκώνει!

Να εξηγήσω καταρχήν τις πολιτικές μου θέσεις μου:

  1. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να συνεχίζει να παραμένει στην Ευρωζώνη  (€Ζ), την ώρα που η τελευταία ακολουθεί μια εκλεκτική μέθοδο απομείωσης της εθνικής κυριαρχίας (μείωση στο Νότο, ενίσχυση στο Βορρά).
  2. Η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να ασκήσει δική της νομισματική πολιτική, με εθνικά χαρακτηριστικά, στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) ή - αν κριθεί από τους Έλληνες πολίτες απαραίτητο - κι εκτός αυτής.
  3. Η Ελλάδα, έχει κάθε δυνατότητα να απευθυνθεί στο δίκτυο της παγκοσμιοποίησης, διεκδικώντας συγκεκριμένη θέση (i. είναι κόμβος μεταφοράς αγαθών, ii. είναι παγκόσμιος τουριστικός προορισμός και δυνητικά, iii. κόμβος μεταφοράς ενέργειας). Εμπίπτει δηλαδή σε 2 ή 3 από τις 5 κατηγορίες που η διεθνής επιστημονική κοινότητα εντοπίζει ως «κόμβους της παγκοσμιοποίησης» (οι άλλοι 2 είναι διεθνή ερευνητικά κέντρα και διεθνή νομικά/τραπεζικά κέντρα).
Η προσέγγιση που θα ακολουθήσω ωστόσο, δεν έχει καμιά σχέση με τις πολιτικές μου θέσεις. Δηλαδή, άσχετα από τι θεωρώ ότι πρέπει να γίνει (και μπορεί κάλλιστα να κάνω λάθος), θα προσπαθήσω να εξετάσω το πώς έχουν τα πράγματα (κι όχι το πού θέλω να οδηγηθούν).
  1. Εκτιμώ ότι η Ευρωζώνη (€Ζ) οδηγείται σε διάλυση και μάλιστα σχετικά σύντομα, εκτός κι αν υπάρξουν δραματικές αλλαγές μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
  2. Εκτιμώ επίσης ότι, η Ελλάδα δεν έχει τρόπο να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις στην ΕΕ, άσχετα με το ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση. Πιστεύω δηλαδή ότι οι δυνάμεις που προωθούν την νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της ΕΕ, έχουν ήδη οργανωθεί σε σύστημα και έχουν μειώσει όσο μπορούν το ρίσκο μιας αποτυχίας της προσπάθειάς τους.
  3. Εκτιμώ τέλος, ότι το σύστημα αυτό θα αποτύχει (γι' αυτό και η εκτίμηση 1), για λόγους που δεν θα αναλύσω εδώ σε βάθος, και λόγω της έκτασης που θα είχε μια τέτοια ανάλυση, και λόγω χρόνου (μου).
Αλλά, κι αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί να λανθασμένες - δεν διαθέτω δυστυχώς κρυστάλλινη σφαίρα. Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι και κανείς άλλος - τουλάχιστον σ' αυτό το σύμπαν - δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Το όνομα του παιχνιδιού είναι «αβεβαιότητα»· και δεν είναι καινούργιο.

Τι κάνουν λοιπόν τα συστήματα μπροστά στο τέρας της αβεβαιότητας; Προφανώς, προσπαθούν να την μειώσουν. Κι επειδή τα ξόρκια δεν πιάνουν - τουλάχιστον έτσι πιστεύουμε από τον Διαφωτισμό και πέρα - κάνουν κάτι πρακτικότερο: δημιουργούν υποσυστήματα στα οποία αναθέτουν επιλεκτικά την αντιμετώπιση κατηγοριών προβλημάτων. Σε άλλες εποχές μπορεί να έκαναν λιτανείες - αλλά όχι πια. Ωστόσο και σ' εκείνες τις εποχές, πέρα από την προσευχή, έπαιρναν και πιο πρακτικά μέτρα όπως γνωρίζουμε.

Να δώσω ένα παράδειγμα: το Ελληνικό κράτος, αντιμέτωπο με το πρόβλημα της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης, δημιούργησε μια σειρά από αντίστοιχα υποσυστήματα. Π.χ. σε ό,τι αφορά το εκπαιδευτικό του (υπο)σύστημα, δημιούργησε την Γενική Γραμματεία Έρευνας & Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) στο Υπουργείο Παιδείας, για το οικονομικό σύστημα την Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΓΓΠΣ) στο Υπουργείο Οικονομικών, για το αμυντικό σύστημα, αντίστοιχη υπηρεσία στο Υπουργείο Άμυνας κλπ.

Αναγνώρισε δηλαδή το πρόβλημα (την ανάγκη ενσωμάτωσης της νέας τεχνολογίας), κι έστησε  υποσυστήματα για το αντιμετωπίσει. Είναι εδώ πολύ σημαντικό να υπογραμμιστεί κάτι πρέπει να είναι προφανές: το Ελληνικό κράτος, εκτίμησε ότι δεν είχε περιθώρια να αγνοήσει τις τεχνολογικές προκλήσεις. Και μάλιστα επέλεξε να ενσωματώσει τη νέα τεχνολογία με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με πρόβλημα (παιδεία, οικονομία, άμυνα, υγεία κλπ.).

Τα υποσυστήματα είναι λύσεις σε προβλήματα που το σύστημα θεωρεί ότι το αφορούν. Για παράδειγμα, το Ελληνικό κράτος δεν διαθέτει υποσύστημα για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής καταστροφής του Αμαζονίου· θεωρεί ότι δεν το αφορά το πρόβλημα. Δηλαδή, τα συστήματα κάνουν οικονομία· αντιμετωπίζουν (όσο καλύτερα μπορούν) ο,τιδήποτε θεωρούν ότι δεν έχουν περιθώριο να αγνοήσουν. Τα υπόλοιπα, είναι απλώς «θόρυβος» - κάτι αδιάφορο. Το σύστημα, αντιμέτωπο με το περιβάλλον του, μειώνει την αβεβαιότητα δημιουργώντας μέσα του μια απεικόνιση των πλευρών του περιβάλλοντος που θεωρεί σημαντικές: για το πρόβλημα της υγείας έχουμε σύστημα υγείας, για το πρόβλημα της γνώσης - σύστημα παιδείας, για την εξωτερική απειλή - σύστημα άμυνας, για την διεθνή παρουσία της χώρας - εξωτερική πολιτική και διπλωματικό σώμα κοκ. Δεν έχουμε - σε αντίθεση με άλλες χώρες π.χ. - σύστημα αντιμετώπισης διεθνών κρίσεων, δεν θεωρούμε ότι μας αφορά. Δημιουργούνται δηλαδή (με σχεδιασμό ή και αυθόρμητα) απαντήσεις στα προβλήματα που παρουσιάζονται από το περιβάλλον.
Αυτά είναι γνωστά και δεν λέω τίποτε καινούργιο. Περιέγραψα πολύ πρόχειρα - αλλά ελπίζω σαφώς - την ιδέα της εσωτερικής διαφοροποίησης (γιατί δημιουργούνται υποσυστήματα εσωτερικά σε ένα άλλο σύστημα) ή αλλιώς λειτουργικής διαφοροποίησης (γιατί τα υποσυστήματα αναλαμβάνουν ειδικές λειτουργίες).

Και πάμε στο σύστημα που μας αφορά· λέγεται ΣΥΡΙΖΑ.

Και γιατί μας αφορά; Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα με αφορά καταρχήν ως μέλος του. Σε ένα πολύ πιο ουσιαστικό επίπεδο όμως, με αφορά γιατί είναι η αξιωματική αντιπολίτευση της χώρας και πιθανόν η επόμενη κυβέρνησή της. Και, ζώντας αναπόφευκτα στην Ελλάδα, δεν έχω περιθώρια να αγνοήσω το πρόβλημα.

Το πρόβλημα λοιπόν, αυτό δηλαδή που εγώ θεωρώ πρόβλημα, είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να αγνοεί πεισματικά συγκεκριμένα προβλήματα που το περιβάλλον του παρουσιάζει. Εδώ, ως περιβάλλον του συστήματος ΣΥΡΙΖΑ, εννοώ την ελληνική κοινωνία αλλά και την ΕΕ. Άλλα προβλήματα παρουσιάζει στον ΣΥΡΙΖΑ η ΕΕ, κι άλλα η ελληνική κοινωνία - είναι βεβαίως αλληλοεξαρτώμενα.

Ας ξεκινήσουμε από την ΕΕ. Έχω αναλύσει αλλού, ότι όπως όλα δείχνουν, η Γερμανία δεν επιχειρεί να επιβάλλει το οικονομικό μοντέλο της στην Ελλάδα· αντίθετα, προσπαθεί να μετατρέψει την Ελλάδα σε ένα υποσύστημά της: η Γερμανία προσπαθεί να «πλασαριστεί» στην παγκοσμιοποίηση ανάμεσα σε ισχυρότερους παίκτες. Δεν υπάρχει εδώ κάτι «προσωπικό» με την Ελλάδα: σ' αυτή τη φάση, την ΕΕ βρήκε πρόχειρη η Γερμανία σαν μηχανισμό - όχημα των επιλογών της, την ΕΕ χρησιμοποιεί.

Σπεύδω να απορρίψω οποιαδήποτε θεωρία συνωμοσίας εδώ - πρόκειται απλώς για ένα εξελικτικό θέμα. Στην ιστορική συγκυρία της επανένωσης των δυο Γερμανιών, συμβαίνουν ταυτόχρονα δυο ακόμα φαινόμενα: η παγκοσμιοποίηση έχει αρχίσει να εξαπλώνεται δείχνοντας τις δυνατότητές της, αλλά και τις ευκαιρίες που προσφέρει, και ταυτόχρονα έχει ξεκινήσει ο μηχανισμός που οδήγησε στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα. Επιπρόσθετα, στην Γερμανική πολιτική σκηνή (και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή), αναδύεται μια ελίτ που δεν συμμερίζεται το ευρωπαϊκό όραμα των προκατόχων της: η ΕΕ είναι ήδη κεκτημένο - ο παγκόσμιος χώρος είναι το νέο πλαίσιο για αξιοποίηση. Σαν αποτέλεσμα, η γερμανική πολιτική ελίτ, ακολουθώντας την αναπόφευκτη τακτική του «βλέποντας και κάνοντας», αλλά με συγκεκριμένο στρατηγικό στόχο, συμμαχεί με κάποιες χώρες (Αυστρία, Ολλανδία, Φινλανδία), δοκιμάζει τις αντοχές κάποιων άλλων (Γαλλία, Ιταλία), αγνοεί κάποιες άλλες όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς (Βρετανία) και ενσωματώνει στα πολιτικά της σχέδια όποιες άλλες είναι δυνατόν (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία). Γιατί, η Γερμανία χρειάζεται ένα ισχυρό νόμισμα - μεταξύ άλλων - για να μπορέσει να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα σε ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία· στρατιωτική και διπλωματική ισχύ δεν διαθέτει, ούτε ελέγχει ενεργειακές πηγές, αλλά ούτε και πρωτοποριακή έρευνα παράγει. Οπότε, οι επιλογές είναι περιορισμένες - εκτός κι αν μπορέσει να απορροφήσει ό,τι μπορεί, μέχρι εκεί που φτάνει η ισχύς της: κι ο διαθέσιμος χώρος, είναι ακριβώς ο χώρος της €Ζ.
Το αν τελικά η γερμανική ελίτ θα επιτύχει στις στρατηγικές επιλογές της, είναι αδιάφορο στην περίπτωσή μας - αυτό που μετράει είναι ότι η προσπάθεια ξεδιπλώνεται.

Ασκεί λοιπόν η Γερμανία, αναντίρρητα, μια εθνική πολιτική. Σ' αυτό ακριβώς το πλαίσιο, προσπαθεί να κάνει την ΕΕ προβλέψιμη απέναντι στις δικές της (της Γερμανίας) επιλογές. Κι ένας τρόπος να κάνει ένα σύστημα το περιβάλλον του προβλέψιμο, είναι να καταστρέψει τις πλευρές του περιβάλλοντος που θεωρεί ότι απειλούν τα συμφέροντά του· εξ ου κι οι - εντελώς ανοίκειες και άγαρμπες - παρεμβάσεις της Γερμανίας στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Απλά: η Γερμανία (θεωρεί ότι) παίζει «χοντρό παιχνίδι» και δεν θέλει ρίσκα. Και θεωρεί, αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις της, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί ένα ρίσκο· για τα γερμανικά εθνικά συμφέροντα, προφανώς.

Έτσι, παρουσιάζει μια συγκεκριμένη συμπεριφορά απέναντι στην ελληνική αξιωματική αντιπολίτευση. Κάτι που προϊδεάζει, με χαμηλό το ενδεχόμενο λάθους, αντίστοιχη γερμανική συμπεριφορά απέναντι σε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πρόβλημα: ο ΣΥΡΙΖΑ, αγνοεί πεισματικά τη γερμανική πρόκληση. Αντιδρά δηλαδή, όπως κανένα στοιχειωδώς οργανωμένο σύστημα δεν κάνει. Αντί να σχεδιάσει ένα υποσύστημα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, χτίζει έναν πύργο υποθέσεων:

  • Ότι η γερμανική πλευρά «θα έρθει στα σύγκαλά της» όταν αντιμετωπίσει μια αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση. Ότι θα λειτουργήσει «ορθολογικά» και - μπροστά στα επιχειρήματα που θα αποδεικνύουν την αποτυχία των μνημονίων - θα υποχωρήσει.
  • Ότι δηλαδή, η Γερμανία θα υποχωρήσει εγκαταλείποντας την προσπάθεια να γίνει παγκόσμιος παίκτης, επειδή η Ελλάδα θα της «εξηγήσει λογικά ότι ο λογαριασμός δεν βγαίνει» (για την Ελλάδα).
  • Πως, ό,τι λέει η Γερμανική πλευρά (στους γερμανούς πολίτες αλλά και στο κοινοβούλιό της), είναι αποτελέσματα της υποχωρητικότητας της ελληνικής κυβέρνησης, κι άρα, μια άλλη κυβέρνηση στην Ελλάδα, θα αλλάξει τον πολιτικό λόγο στη Γερμανία.
  • Ότι τελικά, (σε ένα μικρό χρονικό διάστημα λόγω της επείγουσας φύσης των ελληνικών προβλημάτων), ο γερμανικός στρατηγικός σχεδιασμός θα ανατραπεί με την σύμφωνη (αναγκαστική ίσως) γνώμη της γερμανικής ελίτ.
Ο κατάλογος των υποθέσεων είναι τεράστιος. Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία εδώ, είναι η λανθασμένη αντίληψη που υπάρχει για το γερμανικό παιχνίδι. Το ξαναλέω: δεν προσπαθεί να αλλάξει την Ελλάδα η Γερμανία, απλώς να την ενσωματώσει - και δεν έχει να κάνει με την Ελλάδα αυτό, αλλά με την ίδια τη Γερμανία και το μέλλον που επιθυμεί για τον εαυτό της. Ο τίγρης βρυχάται - και ο ΣΥΡΙΖΑ κωφεύει.

Γιατί όμως αντιδρά έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ;
Πάμε στο δεύτερο περιβάλλον - την ελληνική κοινωνία. Σε ό,τι αφορά την ανεξήγητη στάση του ΣΥΡΙΖΑ, δυο υποθέσεις μπορούν να γίνουν.

- Πρώτη υπόθεση, ότι πράγματι πιστεύει στην πειστική δύναμη των «ορθολογικών επιχειρημάτων». Η υπόθεση αυτή είναι ευγενής - συγχωρείστε μου την απροκάλυπτη ειρωνεία - αλλά δεν στηρίζεται σε κανένα εμπειρικό δεδομένο. Σε αντίθεση με τις φαντασιώσεις κάποιων (όπως π.χ ο Habermas), η Γερμανία λειτουργεί ορθολογικά· με βάση τις προσδοκίες της γερμανικής πολιτικής ελίτ, λειτουργεί απολύτως ορθολογικά. Αν κάτι τέτοιο στηρίζει (κατά τον ΣΥΡΙΖΑ) την στάση του ΣΥΡΙΖΑ, το μέλλον είναι σαφές: η υπόθεση θα διαψευστεί ταχύτατα. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρεται ως η επιλογή του αυτή, να έχει μηδενικό ρίσκο. Επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι μια σύγκρουση με μια αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση θα καταλήξει σε ένα loose-loose αποτέλεσμα.
Αλλά γιατί; Αν η «αποφασισμένη ελληνική κυβέρνηση» δεν απειλεί τη συνοχή της €Ζ, ποιος θα είναι ο κίνδυνος για τα γερμανικά συμφέροντα; Κι αν πράγματι απειλεί την €Ζ, με ποιο σχέδιο η Ελλάδα θα εξέλθει από αυτήν;

- Δεύτερη υπόθεση, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να αποφύγει τις κατηγορίες της ελληνικής κυβέρνησης, ότι η τακτική του θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός €Ζ. Ότι δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζει το αναπόφευκτο της ασυμβατότητας μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας, αλλά αποφεύγει την εμπλοκή σε μια δημόσια συζήτηση γι' αυτό - προφανώς γιατί θεωρεί ότι θα αναλάβει υπερβολικό ρίσκο σε σχέση με την εκλογική του απήχηση.

Κι οι δυο υποθέσεις, οδηγούν απευθείας στην ανάγκη της εκπόνησης ενός «σχεδίου Β».

- Καταρχήν, για λόγους δημοκρατίας: ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι υπεύθυνος απέναντι στη ελληνική κοινωνία και για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας μεταξύ άλλων. Κι είναι βασικό ζητούμενο πλέον η επανάκτηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο σύστημα διακυβέρνησης. Μια κυβέρνηση που άλλα λέει κι άλλα κάνει, είναι ακριβώς το pattern που οδήγησε την Ελλάδα στην σημερινή κατάσταση.

 - Δεύτερον, για λόγους διαπραγμάτευσης: αν υπάρχει οποιαδήποτε ελπίδα να υποχωρήσει η γερμανική ελίτ (υπόθεση εργασίας κάνω), θα πρέπει να είναι σαφές ότι απειλούνται οι βασικοί μηχανισμοί που την στηρίζουν. Κι ακόμα, γιατί όποιος επιθυμεί να αλλάξει ριζικά τις στοχεύσεις ενός συστήματος (όπως ο ΣΥΡΙΖΑ με τη γερμανική ελίτ), θα πρέπει να δώσει χρόνο στο σύστημα αυτό, για να μπορέσει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Αλλιώς, επιλέγει σύγκρουση καταστροφικού χαρακτήρα.

- Τρίτον, για λόγους «εσωτερικού μετώπου»: σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί να υποστηριχθεί από την ελληνική κοινωνία, με έναν τρόπο που θα κάνει σαφές στη γερμανική πλευρά ότι, η ελληνική κυβέρνηση δεν κινδυνεύει να χάσει την εξουσία εξαιτίας αυτής της σύγκρουσης.

Όποιος δηλαδή πιστεύει ειλικρινά ότι η γερμανική ελίτ μπορεί να αλλάξει στόχευση, έστω μόνο ως προς την Ελλάδα, πρέπει να της προσφέρει την ευκαιρία να το κάνει, παρουσιάζοντας δημόσια, όσο πιο νωρίς γίνεται ένα ρεαλιστικό σχέδιο Β.

Όποιος πάλι, πιστεύει (όπως εγώ) ότι δεν μπορεί η Γερμανία να ακολουθήσει σ' αυτή τη φάση άλλη πολιτική, πρέπει και πάλι να παρουσιάσει, όσο πιο νωρίς γίνεται ένα ρεαλιστικό σχέδιο Β.

Όταν η τίγρης βρυχάται, μια αντιμετώπιση είναι να κοιτάς αλλού· δυστυχώς, σπάνια αποδίδει. 

UPDATE

 Συχνά, απέναντι σε μια τέτοια επιχειρηματολογία, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά:  « Η πλειοψηφία του κόμματος έχει αποφασίσει σχετικά, συνεπώς δεν τίθεται το ερώτημα της παραμονής της χώρας στην €Ζ». Μάλιστα και στελέχη της μειοψηφούσας άποψης, διατυπώνουν συχνά αυτή τη θέση.

Αλλά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι, οι αποφάσεις των συστημάτων, δεσμεύουν μόνο τα ίδια αυτά συστήματα. Η γερμανική πολιτική ελίτ, δεν δεσμεύεται από τις αποφάσεις της ΚΕ ή του συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ· ή ακόμα κι από κάποιο ελληνικό δημοψήφισμα. Άρα, η ελληνική πλευρά, πρέπει ν' αποφασίσει πώς αυτή η ίδια θα κινηθεί. Και μάλιστα, άμεσα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υποστράτηγος ε.α. Ράμπο

Συγκρίσεις

Ο δάσκαλος