Η ταχεία για την Κρήτη
Που λες, εκεί γύρω στο 1982-83, ήρθε στο ΠΑΣΟΚ στη Λάρισα μια ντιρεκτίβα από το Εκτελεστικό Γραφείο, που έλεγε ότι πρέπει σε ένα χρόνο, να φτάσουμε τις 200,000 μέλη. Άμα λογαριάσεις ότι το 1981 ήμασταν κάπου 60,000-70,000 καταλαβαίνεις τι επακολούθησε... Φωνάξαμε, γκρινιάξαμε, αλλά μας έριξαν ένα ψευδο-επιστημονικό, ότι (για άγνωστους λόγους) πρέπει να υπάρχει μια αναλογία 1 μέλος ανά 8 ψηφοφόρους. Και, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν συζητήσιμο. Τέρμα!
Οπότε, οι οργανώσεις «άνοιξαν στην κοινωνία». Όποιος ήθελε θέση στο Δημόσιο, έβαζε τα καλά του, κουβάλαγε και τα παιδιά του κι εμφανιζόταν στην είσοδο κάποιων τοπικών γραφείων (ναι, είδα άνθρωπο μεσήλικα, με τις δυο κόρες του να χαμογελούν χαζά στον Άλιμο - ο μπαμπάς είπε «ήρθαμε να γραφτούμε»).
Εμείς βέβαια ήμασταν οργάνωση σπουδάζουσας - «κλαδική σπουδάζουσας Νεολαίας ΠΑΣΟΚ». Τότε ΠΑΣΠ δεν υπήρχε ουσιαστικά, αλλά ούτε καν «Νεολαία ΠΑΣΟΚ». Το ΠΑΣΟΚ δεν θεωρούσε τη νεολαία ξεχωριστό κομμάτι του «Κινήματος». Και δεν ήταν «νεολαία του ΠΑΣΟΚ», αλλά «νεολαία ΠΑΣΟΚ» (σε στυλ, το ΠΑΣΟΚ είναι τρόπος σκέψης, οπότε υπήρχε «νεολαία ΠΑΣΟΚ», «πρόγραμμα ΠΑΣΟΚ», «οργανώσεις ΠΑΣΟΚ» κ.ο.κ.). Τέλος πάντων.
Ως οργάνωση σπουδάζουσας, ήμασταν προσεκτικοί σε σχέση με ποιον δεχόμασταν. Όπως και σ' όλο το ΠΑΣΟΚ, η αίτηση μέλους έπρεπε να υπογραφεί από δυο παλαιά μέλη., να εγκριθεί από την οργάνωση κλπ.
Έρχεται λοιπόν ένας τύπος να οργανωθεί, ένας κάπως μυστήριος. Σωματότυπος κάτι μεταξύ γορίλα και λουκουμά, αλλά με βασικό χαρακτηριστικό το κάπως απλανές βλέμμα. Τον λέγανε ας πούμε, ...Λυσίμαχο. Στην αίτηση μέλους, έπρεπε να συμπληρώσεις κι ένα πεδίο «Σωματεία & Σύλλογοι που ανήκω»· για να ξέρουμε πού είχαμε ποιον στον ευρύτερο συνδικαλιστικό χώρο, καταλαβαίνεις. Τυπικά εκεί, βάζαμε «Φοιτητικός Σύλλογος Σχολής Τάδε». Ο Λυσίμαχος έγραψε «ΣΑΦΟΠ» με κάτι γράμματα ορνιθοσκαλίσματα.
Ήμουνα γραμματέας της οργάνωσης και μόλις παρέλαβα την αίτηση, το μάτι μου έπεσε στο «ΣΑΦΟΠ». Δεν έβγαζα συμπέρασμα τι να σημαίνει.
- «Τι σημαίνει ΣΑΦΟΠ σύντροφε»;
- «Σύλλογος Αθηναίων Φιλάθλων Ολυμπιακού Πειραιώς» μου λέει, και φουσκώνει σα διάνος από περηφάνεια.
Έπαθα ένα σοκ, κι όχι επειδή ο ίδιος είμαι ΑΕΚ. Τέλος πάντων, το ξεπέρασα, είπανε κι οι άλλοι, «έλα ρε μαλάκα, καλό παιδί είναι, θα τον στρώσουμε, θα μάθει», εντάξει.
Βέβαια, καταλάβαινες ότι κάτι δεν πάει καλά με τούτον. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «καθυστερημένος», αλλά ούτε και «φυσιολογικός». Ήταν κάπως βρε παιδί μου, να αίφνης, δεν θα του εμπιστευόσουν κάτι που ήθελε σκέψη γιατί θα τα ΄κανε θάλασσα. Κι από πάνω, γυναίκα δεν τονε πλησίαζε και τόφερε κι αυτό βαρέως. Γυάλιζε λίγο το μάτι του, κι όταν το θέμα έφτανε σε κάτι που χρειαζόταν την ελάχιστη σκέψη, έπεφτε σε κατατονία - τέτοιο μυστήριο πράγμα. Γελούσε κάπως μηχανικά και γκαρίζοντας και ποτέ δεν φαινόταν σκεφτικός. Πάει καλά...
Τώρα, εκείνη την εποχή, εγώ τα καλοκαίρια πήγαινα 2-3 μήνες στην Πάρο (στη Νάουσα - ναι :Ρ). Ε, πέρασε το καλοκαίρι, γυρίσαμε στη Λάρισα. Κατεβαίνω στη σχολή λοιπόν να δω τι γίνεται, και πέφτω πάνω στο Λυσίμαχο. Μ' αρπάζει βίαια απ' το χέρι (το συνήθιζε αυτό) και γκαρίζει:
- «Χοχοχο, τι κάνεις ρε σύντροφεεεεε»;
- «Καλά είμαι Λυσίμαχε» (άσε το χέρι μου γαμώτο, πονάω!).
- «Πουουου πήγες το καλοκαίρι»;
- «Στην Πάρο» (και δε θα σου πω για τουρίστριες γιατί δεν είμαι γαϊδούρι).
-«Ααααααα! Και πώώώώς πήγες στην Πάάάάροοο»;
Τώρα, εκείνη την εποχή, η ερώτηση ήταν εντελώς ηλίθια. Εκτός κι αν το χρήμα έτρεχε απ' τα μπατζάκια σου, έπαιρνες το πλοίο και ήσουνα Πάρο σε έξι, εξίμιση ώρες. Οπότε,γυάλισε το μάτι μου (ναι, πάντα ήμουν λίγο τρολ - λίγο).
- «Με το τραίνο» του απαντάω.
- «Πάει τραίνο στην Πάρο»; με ρωτάει καχύποπτα.
- «Καλά του λέω, δεν έχεις ακούσει τον σύντροφο τον Τσοχατζόπουλο που είπε ότι όλη η Ελλάδα είναι ένα απέραντο εργοτάξιο»;
- «Ναι» λέει ο έρμος.
- «Ε, αυτό εννοεί ρε Λυσίμαχε! Αφού γίνεται γραμμή από Πειραιά μέχρι Κρήτη. Προς το παρόν φτάνει μόνο μέχρι τις Κυκλάδες, αλλά του χρόνου θα συνδεθούν και τα Χανιά».
Περιμένω να βάλει τα γέλια - δεν γελάει καθόλου όμως.
- «Τι λες ρε σύντροφε, πωπω δεν είχα ιδέα»!
- «Ε αμάν ρε Λυσίμαχε, πού ζεις κι εσύ»!
Συνεχίζω να περιμένω να γελάσει, αλλά τίποτα. Μάλλον δεν του αρέσουν τ' αστεία μου. No problemo, πα να πιω καφέ.
Στρώνομαι στο κυλικείο, και πάνω που πίνω τον πρώτο καφέ μου, σκάει μύτη ένα Κνίτης κατακόκκινος απ' τα νεύρα - άμα τον έπιανες απ' τη μύτη θα 'σκαγε.
- «Ρε μαλάκες, θα τονε μαζέψετε το βλήμα τον δικό σας, τον Λυσίμαχο»; μου λέει.
Μπράβο ρε Λυσίμαχε σκέφτηκα, τον κούρντισες τον Κνίτη - και δε σου φαινότανε παλικάρι μου.
- «Γιατί ρε, σας ζόρισε κι ο Λυσίμαχος»; λέω του Κνίτη ειρωνικά.
- «Τι να μας ζορίσει ρε μαλάκα, μάζεψέ τον λέμε. Ήρθε στο τραπεζάκι μας κι έκανε φασαρία, ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει τραίνο για την Κρήτη, και το ΚΚΕ δεν το αναγνωρίζει, και ντροπή μας και τέτοια. Τελείως μαλάκες είστε όλοι ρε εκεί μέσα»;
Παράτησα τον καφέ, κι έτρεχα να μαζέψω τον Λυσίμαχο όπως καταλαβαίνετε...
Μετά κανά δυο χρονάκια, αποχαιρέτησα το ΠΑΣΟΚ γιατί δεν το άντεχα άλλο. Ο Λυσίμαχος όμως έμεινε.
Σχετικά πρόσφατα έμαθα ότι ακόμα εκεί είναι· κάπου στο Δημόσιο δουλεύει. Ναι.
Ελπίζω να μην τονε δω στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αν τον δω, υπάρχει και το θέμα του αυτοκινητόδρομου για Νέα Υόρκη που θα χρειαστεί να συζητήσουμε.
Υ.Γ. Η ιστορία είναι απολύτως πραγματική και ακριβής. Ελπίζω, να μην την ξαναζήσω ΣΥΡΙΖΑ.
Οπότε, οι οργανώσεις «άνοιξαν στην κοινωνία». Όποιος ήθελε θέση στο Δημόσιο, έβαζε τα καλά του, κουβάλαγε και τα παιδιά του κι εμφανιζόταν στην είσοδο κάποιων τοπικών γραφείων (ναι, είδα άνθρωπο μεσήλικα, με τις δυο κόρες του να χαμογελούν χαζά στον Άλιμο - ο μπαμπάς είπε «ήρθαμε να γραφτούμε»).
Εμείς βέβαια ήμασταν οργάνωση σπουδάζουσας - «κλαδική σπουδάζουσας Νεολαίας ΠΑΣΟΚ». Τότε ΠΑΣΠ δεν υπήρχε ουσιαστικά, αλλά ούτε καν «Νεολαία ΠΑΣΟΚ». Το ΠΑΣΟΚ δεν θεωρούσε τη νεολαία ξεχωριστό κομμάτι του «Κινήματος». Και δεν ήταν «νεολαία του ΠΑΣΟΚ», αλλά «νεολαία ΠΑΣΟΚ» (σε στυλ, το ΠΑΣΟΚ είναι τρόπος σκέψης, οπότε υπήρχε «νεολαία ΠΑΣΟΚ», «πρόγραμμα ΠΑΣΟΚ», «οργανώσεις ΠΑΣΟΚ» κ.ο.κ.). Τέλος πάντων.
Ως οργάνωση σπουδάζουσας, ήμασταν προσεκτικοί σε σχέση με ποιον δεχόμασταν. Όπως και σ' όλο το ΠΑΣΟΚ, η αίτηση μέλους έπρεπε να υπογραφεί από δυο παλαιά μέλη., να εγκριθεί από την οργάνωση κλπ.
Έρχεται λοιπόν ένας τύπος να οργανωθεί, ένας κάπως μυστήριος. Σωματότυπος κάτι μεταξύ γορίλα και λουκουμά, αλλά με βασικό χαρακτηριστικό το κάπως απλανές βλέμμα. Τον λέγανε ας πούμε, ...Λυσίμαχο. Στην αίτηση μέλους, έπρεπε να συμπληρώσεις κι ένα πεδίο «Σωματεία & Σύλλογοι που ανήκω»· για να ξέρουμε πού είχαμε ποιον στον ευρύτερο συνδικαλιστικό χώρο, καταλαβαίνεις. Τυπικά εκεί, βάζαμε «Φοιτητικός Σύλλογος Σχολής Τάδε». Ο Λυσίμαχος έγραψε «ΣΑΦΟΠ» με κάτι γράμματα ορνιθοσκαλίσματα.
Ήμουνα γραμματέας της οργάνωσης και μόλις παρέλαβα την αίτηση, το μάτι μου έπεσε στο «ΣΑΦΟΠ». Δεν έβγαζα συμπέρασμα τι να σημαίνει.
- «Τι σημαίνει ΣΑΦΟΠ σύντροφε»;
- «Σύλλογος Αθηναίων Φιλάθλων Ολυμπιακού Πειραιώς» μου λέει, και φουσκώνει σα διάνος από περηφάνεια.
Έπαθα ένα σοκ, κι όχι επειδή ο ίδιος είμαι ΑΕΚ. Τέλος πάντων, το ξεπέρασα, είπανε κι οι άλλοι, «έλα ρε μαλάκα, καλό παιδί είναι, θα τον στρώσουμε, θα μάθει», εντάξει.
Βέβαια, καταλάβαινες ότι κάτι δεν πάει καλά με τούτον. Δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «καθυστερημένος», αλλά ούτε και «φυσιολογικός». Ήταν κάπως βρε παιδί μου, να αίφνης, δεν θα του εμπιστευόσουν κάτι που ήθελε σκέψη γιατί θα τα ΄κανε θάλασσα. Κι από πάνω, γυναίκα δεν τονε πλησίαζε και τόφερε κι αυτό βαρέως. Γυάλιζε λίγο το μάτι του, κι όταν το θέμα έφτανε σε κάτι που χρειαζόταν την ελάχιστη σκέψη, έπεφτε σε κατατονία - τέτοιο μυστήριο πράγμα. Γελούσε κάπως μηχανικά και γκαρίζοντας και ποτέ δεν φαινόταν σκεφτικός. Πάει καλά...
Τώρα, εκείνη την εποχή, εγώ τα καλοκαίρια πήγαινα 2-3 μήνες στην Πάρο (στη Νάουσα - ναι :Ρ). Ε, πέρασε το καλοκαίρι, γυρίσαμε στη Λάρισα. Κατεβαίνω στη σχολή λοιπόν να δω τι γίνεται, και πέφτω πάνω στο Λυσίμαχο. Μ' αρπάζει βίαια απ' το χέρι (το συνήθιζε αυτό) και γκαρίζει:
- «Χοχοχο, τι κάνεις ρε σύντροφεεεεε»;
- «Καλά είμαι Λυσίμαχε» (άσε το χέρι μου γαμώτο, πονάω!).
- «Πουουου πήγες το καλοκαίρι»;
- «Στην Πάρο» (και δε θα σου πω για τουρίστριες γιατί δεν είμαι γαϊδούρι).
-«Ααααααα! Και πώώώώς πήγες στην Πάάάάροοο»;
Τώρα, εκείνη την εποχή, η ερώτηση ήταν εντελώς ηλίθια. Εκτός κι αν το χρήμα έτρεχε απ' τα μπατζάκια σου, έπαιρνες το πλοίο και ήσουνα Πάρο σε έξι, εξίμιση ώρες. Οπότε,γυάλισε το μάτι μου (ναι, πάντα ήμουν λίγο τρολ - λίγο).
- «Με το τραίνο» του απαντάω.
- «Πάει τραίνο στην Πάρο»; με ρωτάει καχύποπτα.
- «Καλά του λέω, δεν έχεις ακούσει τον σύντροφο τον Τσοχατζόπουλο που είπε ότι όλη η Ελλάδα είναι ένα απέραντο εργοτάξιο»;
- «Ναι» λέει ο έρμος.
- «Ε, αυτό εννοεί ρε Λυσίμαχε! Αφού γίνεται γραμμή από Πειραιά μέχρι Κρήτη. Προς το παρόν φτάνει μόνο μέχρι τις Κυκλάδες, αλλά του χρόνου θα συνδεθούν και τα Χανιά».
Περιμένω να βάλει τα γέλια - δεν γελάει καθόλου όμως.
- «Τι λες ρε σύντροφε, πωπω δεν είχα ιδέα»!
- «Ε αμάν ρε Λυσίμαχε, πού ζεις κι εσύ»!
Συνεχίζω να περιμένω να γελάσει, αλλά τίποτα. Μάλλον δεν του αρέσουν τ' αστεία μου. No problemo, πα να πιω καφέ.
Στρώνομαι στο κυλικείο, και πάνω που πίνω τον πρώτο καφέ μου, σκάει μύτη ένα Κνίτης κατακόκκινος απ' τα νεύρα - άμα τον έπιανες απ' τη μύτη θα 'σκαγε.
- «Ρε μαλάκες, θα τονε μαζέψετε το βλήμα τον δικό σας, τον Λυσίμαχο»; μου λέει.
Μπράβο ρε Λυσίμαχε σκέφτηκα, τον κούρντισες τον Κνίτη - και δε σου φαινότανε παλικάρι μου.
- «Γιατί ρε, σας ζόρισε κι ο Λυσίμαχος»; λέω του Κνίτη ειρωνικά.
- «Τι να μας ζορίσει ρε μαλάκα, μάζεψέ τον λέμε. Ήρθε στο τραπεζάκι μας κι έκανε φασαρία, ότι το ΠΑΣΟΚ έχει κάνει τραίνο για την Κρήτη, και το ΚΚΕ δεν το αναγνωρίζει, και ντροπή μας και τέτοια. Τελείως μαλάκες είστε όλοι ρε εκεί μέσα»;
Παράτησα τον καφέ, κι έτρεχα να μαζέψω τον Λυσίμαχο όπως καταλαβαίνετε...
Μετά κανά δυο χρονάκια, αποχαιρέτησα το ΠΑΣΟΚ γιατί δεν το άντεχα άλλο. Ο Λυσίμαχος όμως έμεινε.
Σχετικά πρόσφατα έμαθα ότι ακόμα εκεί είναι· κάπου στο Δημόσιο δουλεύει. Ναι.
Ελπίζω να μην τονε δω στον ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά αν τον δω, υπάρχει και το θέμα του αυτοκινητόδρομου για Νέα Υόρκη που θα χρειαστεί να συζητήσουμε.
Υ.Γ. Η ιστορία είναι απολύτως πραγματική και ακριβής. Ελπίζω, να μην την ξαναζήσω ΣΥΡΙΖΑ.
Σχόλια
Ορθόν!